κυνοδρομώ

κυνοδρομώ
κυνοδρομῶ, -έω (Α)
1. τρέχω ή κυνηγώ με σκυλιά
2. μτφ. τρέχω σαν σκύλος («ἐκυνοδρομοῡμεν ἀλλήλους ζητοῡντες», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)*- + -δρομῶ (< -δρόμος < δρόμος), πρβλ. ιππο-δρομώ, ταχυ-δρομώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κυν(ο)- — (AM κυν[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κύων, κυνός «σκύλος» και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στους σκύλους (κυνομαχώ, κυνοειδής, κυνοκλόπος) το κυν(ο) απαντά συχνά σε ονομασίες φυτών… …   Dictionary of Greek

  • κυνοδρομία — Αγώνας ταχύτητας μεταξύ γυμνασμένων σκυλιών σε ειδικούς στίβους (κυνοδρόμια), μήκους περίπου 500 μ. Η κ. μπορεί να είναι απλή ή μετ’ εμποδίων. Η συνήθεια διεξαγωγής κ. είναι αρχαιότατη και προέρχεται από το κυνήγι του λαγού, που ήταν πολύ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”